Το είχες γράψει. Το διάβασες. Το έσβησες. Κι όμως… ήταν εκεί.
Όλοι έχουμε ένα τέτοιο μήνυμα.
Ένα μήνυμα που γράψαμε με καρδιά που χτυπούσε γρήγορα, δάχτυλα που δίσταζαν και βλέμμα κολλημένο στην οθόνη. Μπορεί να ήταν τρεις λέξεις. Μπορεί να ήταν σεντόνι.
Μπορεί να έλεγε “μου λείπεις”. Ή “συγγνώμη”. Ή “σε σκέφτομαι ακόμα”.
Μπορεί να ήταν κάτι που έπρεπε να πεις, αλλά δεν είπες ποτέ.
Γιατί δεν τόλμησες. Ή γιατί τόλμησες, αλλά τελικά πάτησες “διαγραφή” αντί για “αποστολή”.
Και μετά έμεινε εκεί. Στο μυαλό σου. Να το σκέφτεσαι κάθε τόσο. Να αναρωτιέσαι: “Αν το είχα στείλει;”
Οι άντρες, συνήθως, μαθαίνουμε να καταπίνουμε τα πράγματα. Να μην τα γράφουμε. Να μην τα λέμε. Να κάνουμε πως δεν μας καίει τίποτα. Αλλά όλοι έχουμε κάτι που δεν ειπώθηκε. Κάποια κουβέντα που έμεινε στη μέση. Ένα “αν” που δεν έκλεισε ποτέ.
Κι αυτό το μήνυμα που δεν στάλθηκε… κουβαλάει όλη αυτή τη βουβή συναισθηματική εκκρεμότητα.
Μπορεί να ήταν για μια πρώην.
Μπορεί για έναν φίλο που χαθήκατε.
Ίσως για έναν γονιό που δεν πρόλαβες να του πεις “ευχαριστώ”.
Ή και για τον εαυτό σου, σε μια δύσκολη στιγμή.
Δεν είναι αδυναμία να νιώθεις ότι κάτι έμεινε πίσω. Είναι ανθρώπινο. Είναι κομμάτι σου. Και μπορεί να μη στείλεις ποτέ αυτό το μήνυμα. Μπορεί να μην πρέπει κιόλας.
Αλλά αξίζει να θυμάσαι τι ήθελες να πεις.
Γιατί εκεί, ανάμεσα σε λέξεις που δεν γράφτηκαν ποτέ, κρύβεται πολύς αληθινός εαυτός.
Το πιο τρελό; Μπορεί εκείνος που δεν του έστειλες τίποτα… να είχε γράψει κι αυτός ένα μήνυμα για σένα.
Και να μην το πάτησε ποτέ.